αργι-

αργι-
με τη μορφή αργι- εμφανίζεται ως α' συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση προκαλεί το -ι στη θέση του αναμενόμενου -ο (αργι- αντί αργο-). Αρχικά υποστηρίχθηκε η σύνδεση του αργι- μ' έναν παράλληλο τ. *άργιος, σχετιζόμενο προς το αργός, όπως το νειός προς το νέος. Ο τ. αυτός κατά τη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν, έχανε κανονικά το -ο (πρβλ. αργι-όδους) και μ' αυτή τη μορφή πέρασε ως α' συνθετικό και σε σύνθετα των οποίων το β' συνθετικό άρχιζε από σύμφωνο (πρβλ. αργι-κέραυνος). Επικρατέστερη όμως και ευρύτερα παραδεκτή σήμερα είναι η άποψη σύμφωνα με την οποία το φαινόμενο αυτό της Ελληνικής αποτελεί εφαρμογή μιας αποδεδειγμένης στις ινδοϊρανικές γλώσσες τάσης, η οποία αποτελούσε πιθ. γενικό νόμο της Ινδοευρωπαϊκής. Σύμφωνα μ' αυτήν, στην αβεστική γλώσσα συχνά και σπανιότερα στην αρχ. Ινδική εμφανίζεται το -ι στο α' συνθετικό των συνθέτων στη θέση του επιθετικού επιθήματος -ra- (π.χ. αβ. dәrәzi-: dәrәzra- «σταθερός», αρχ. ινδ. cviti-: cvitra- «λευκός»). Αυτή η τάση εμφανίζεται και στην Ελληνική και παρατηρείται κυρίως στα επίθετα σε -ρο. Έτσι εξηγείται και η προέλευση του αργός (Ι) από *αργρός με ανομοίωση. Το αργι- βρίσκει την ακριβή του αντιστοιχία, τόσο ως προς τη λειτουργία, όσο και ως προς τη σημασία, στο αρχ. ινδ. rji -pya -, επίθετο για τον αετό (πρβλ. αιγυ -πιός), ενώ το αργός (Ι) αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. επίθετο rj -ra - «λαμπρός» (βλ. και αργός Ι). Σύνθετες με το αργι- λέξεις της αρχαίας είναι οι: αργιβόειος, αργικέραυνος, αργικέρως, αργιλιπής, αργινεφής, αργιόδους, αργιπόδης, αργίπους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀργιλώδει — ἀργῑλώδει , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀργῑλώδει , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut dat sg ἀργῑλώδεϊ , ἀργιλλώδης clayey dat sg (epic) ἀργιλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀργιλώδης… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλώδη — ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc sg (attic epic doric) ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλώδης — ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom sg ἀργιλώδης clayey masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀργιλώδης… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλῶδες — ἀργῑλῶδες , ἀργιλλώδης clayey masc/fem voc sg ἀργῑλῶδες , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc sg ἀργιλώδης clayey masc/fem voc sg ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλώδεα — ἀργῑλώδεα , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀργῑλώδεα , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc sg (epic ionic) ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀργιλώδης clayey masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλώδεις — ἀργῑλώδεις , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc pl ἀργῑλώδεις , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἀργιλώδης clayey masc/fem acc pl ἀργιλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλωδεστέρην — ἀργῑλωδεστέρην , ἀργιλλώδης clayey fem acc comp sg (epic ionic) ἀργιλώδης clayey fem acc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλώδεες — ἀργῑλώδεες , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (epic ionic) ἀργιλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλώδεσι — ἀργῑλώδεσι , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut dat pl ἀργιλώδης clayey masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλώδεσιν — ἀργῑλώδεσιν , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut dat pl ἀργιλώδης clayey masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”